Δευτέρα 14 Ιουλίου 2008

Θάμπωμα του χρόνου


Η ώρα έγειρε στο προσκεφάλι. Στιγμή των στιγμών! Θάμπωμα του χρόνου! Ο έρωτας που σέρνεται γιά να σωθεί. Δύναμη ψυχής ασκίαστη στα ερέβη μου. Υπομένω την ύπαρξή μου, και τις στενωπές των ατραπών μου. Και φθείρομαι, στις αλλαγές της ουσίας μου, ερωτευμένος πια με την απεικόνισή μου. Και σεμνύνομαι ο άνθρωπος. Η φθορά της σάρκας μου ζωή! Η φθορά των οστών μου αγάπη! Θλίβομαι γιά τη γήινη όψη μου, που στην θνητότητά μου συντελεί. Αποσύρθηκαν οι όχθοι της γης, τα βουνά και οι λίμνες. Κι ανοίγει το πέρασμα στους πόθους του απείρου μου. Η αιώνια ζωή μου, διχάζει το θάνατο, που δεν μπορεί να εξηγήσει πως μπορώ ν' αγαπώ τη μέρα μου, να μισώ τη νύχτα μου, πως πίστεψα στη χίμαιρα, πως λάθεψα στο χρόνο! Γκρεμίζει, και ξαναχτίζει τις ώρες μου, γιά να χορέψουν οι ιδέες μου μέσα στη νύχτα. Να μαθητέψω το ψέμα στην αλήθεια μου, τορνεύοντας την κάθε μέρα μου στο χάος! Αείπειρος η νύχτα, με ακμάζουσα θήλεια, αφουγκράζεται των σπερμάτων μου την κοίτη. Και τις ροές μου ενοποιεί, στην καταξίωση των δρυμών, γιά την άγνοιά μου, στην άπειρη γνώση μου.

Σάββατο 14 Ιουνίου 2008

Δικαίωση


Δεν έχω επιφύλαξη στον κόσμο των ματιών.

Ζω την πραγματικότητα, αλλιώς πως θα ήξερα τα ρήματά της?
Πες το όνειρο, πες το χαρά.

Μα ότι κι αν πεις,

θα έχω την αισιοδοξία να προσπερνώ τα γόρδια,

και να χαράζω το αμόλυντο,

σε σκέψεις αντάξιες της ύπαρξής μου.

Δεν έζησα τα εύκολα.

Προσπέρασα τα εμπόδια και τόκανα όνειρα.

Η γραφή θα μείνει.

Εγώ θα φύγω.

Μα θα υπάρχω στ' άπειρο,

με γενναιότητα κι ελπίδα ότι είδα το καλύτερο.

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2008

Σαν το φθινώπορο ξεκίνησε η μέρα


Αργές οι σκέψεις περπατούν, να σκύψουν στην ανακούφιση που μούδωσε, ένα περπάτημα, ένα κοίταγμα των αστεριών, και του μισοκρυμένου φεγαριού, που κλαίει και γελάει. Γύρω μου κανείς. Αριστερά μου, ένα όργιο της άνοιξης. Γρασίδι, δέντρα, μυρωδιές, λουλούδια. Ερωτας της πλάσης. Δεξιά μου η πραγματικότητα. Ο άνθρωπος με τα κτίσματά του. Μιά παιδική χαρά, ζωγραφιά από χέρια ανθρώπινα, με ξεκουράζει. Μα η σκέψη πηγαίνει εκεί που μεγάλωσα. Στη γειτονιά! Στις μυρωδιές της. Στο φούρνο απέναντι, που μοσχομύριζε, στο δημοτικό που εσβυζε η ζωή απέναντι απ το σπίτι μου. Στο πατίνι. Χειροποιήτο με ρόδες απο ρουλεμάν. Στη Φανή, που σάπιζε στοξύλο το γιό της. Αυλές, μυρωδάτες, με λεμονιές, και γκάζι, να μοσχοβουλουν, και να πνίγεσαι απ τη μυρωδιά του γκαζιού. Μιά αυλή με τετράγωνες πλάκες άσπρες και μαύρες. Η κουζίνα! Θεέ μου. Πλυσταριό και κουζίνα μαζί. Μιά σκάφη έμπαινε την κατάλληλη ώρα, και το ψυγείο με πάγο. Κάθε μέρα η φωνή. Πάγος! Πάγος καλός! Απέναντι ο φούρνος! Μοσχομύριζαν τα φαγητά, που έψηνε σε λαμαρίνα! Κι εγώ μικρό παιδί, χάζευα το πέρασμα του κόσμου, κοιτώντας απ' τη γρίλια. Μαζί μου κι η λολότα, το αγαπημένο μου γατί, που κοίταζε κι αυτό από τη γρίλια. Έβλεπα στο πεζοδρόμιο, το κοντινό, μόνο πόδια, ν' αργοσέρνουν το πέρασμά τους. Ήταν υπόγειο εκεί που ζούσα. Δίπλα απ το φούρνο, το σχολειό. Δημοτικό! Και τα παιδιά, με μπλέ ποδιές, αγόρια και κορίτσια, αγόρια κουρεμένα γουλί, άλλα με πηλίκιο, κι άλλα χωρίς. Το κουδούνι χτύπησε! Θ' αρχίσει το μάθημα, μα πρώτα η προσευχή, στο προαύλιο. Τι κρίμα! Θα μου λείψει η παρέα, οι φωνές, Ο κόσμος μου. Δεν είχα παιχνίδια. Που να βρεθούν με τέτοια φτώχεια! Και ξαφνικά, η φωνή της κυρά Μαρίας, της μάνας μου. Τι κάνεις εκεί; Λες κι έκανα κάνα έγκλημα. Κρατούσε μιά βίτσα από κληματαριά. Φόβος και τρόμος! Πάει και η μόνη μου διασκέδαση. Γρήγορα να πιώ το γάλα! Μούφερνε αναγούλα, αλλά η βίτσα καραδοκούσε, να εξηγήσει, στα κοκκαλιάρικα ποδαράκια μου, πως πρέπει να μεγαλώσω!!! Άντε λοιπόν να το πιώ, και μετά να παίξω, με τα μηρμυκάκια της αυλής. Τους σκάρωνα πολλά. Πόσο λυπάμαι τώρα, που πολλά τα σκότωνα, γιατί έτσι είχα μάθει...... Σκύβω και προσκυνώ. Μεγάλη η δόξα σου άνθρωπε!

Κυριακή 25 Μαΐου 2008

Ξύπνησα νωρίς


Ξύπνησε νωρίς η σκέψη μου σήμερα,μαζί μ’ εμένα, για να μη ξεχάσω..να ξεχάσω τις υποσχέσεις,

να λησμονήσω όνειρα,να διαγράψω τα παντοτινά……

Σαν επιβάτης του παρόντος μου,ψάχνω το εισιτήριο, γιατί αν το χάσω, πως θε να ταξιδέψω μες στην αυταπάτη; Σε τούτη τη ζωή της σκέψης μου,

ραγίζω τα χάρτινα διαμερίσματα του νου, και καπνίζω τους ανέμους του, κοιτάζοντας τα χέρια μου να δω αν είναι ίδια. Δεν είναι όμως, και ψάχνω στο σκοτάδι,

για νάβρω τα δικά μου.

Και δε ζητώ πολλά, μόνο τα χέρια πούνε γεννημένα από τη μάνα μου, όπως εγώ τα θέλω, να ζωγραφίσουν ότι προφταίνω ακόμα, και να ξεμπλέξουν το ποτέ από το τώρα, να δω το φως με μάτια σφαλιστά, σαν ψες που εζωγράφιζα τον ήλιο, κλεισμένος μέσα στα δικά μου χέρια.

Να μη ξεχάσω σκέφτομαι,

αυτά που πρέπει να ξεχάσω….

Πέμπτη 22 Μαΐου 2008

Νάμαστε πάλι στις επάλξεις.



Όρθιοι, ζωντανοί, γιατί δεν είναι όνειρο η αέναη προσπάθεια της δόμησης μιας κοινωνίας αξιών, δεν είναι ρίμα στο προσκύνημα του ποιητή. Η διαχρονικότητα των πηγών της ελεύθερης βούλησης, δεν υποκύπτει στον όποιο φασισμό. Ζει και υπάρχει, δεν είναι λέξη, αλλά γίγνεσθαι. Η συντροφιά της σκέψης και των πράξεων, αντιστέκεται στην ελίτ που διαβρώνει τα ψυχικά αποθέματα των αξιών, προβάλλοντας τη συντήρηση σαν μοναδική αξία. Το εθιστικό περιβάλλον, των κάθε λογής αντιανθρώπινων και μίζερων πλύσεων της εγκεφαλικής ουσίας από τα σύγχρονα κέντρα της παραπληροφόρησης, ζει κι αυτό, σε μια διαρκή σύγκρουση ζωής, προβάλλοντας τις θανάσιμες και εύκολες λύσεις που θ' αλυσοδέσουν την ελεύθερη ψυχή, που θ' απομυζήσουν και τις τελευταίες ρανίδες της περηφάνειας να λέγεσαι άνθρωπος. Δεν ονειρεύομαι. Δεν υποκύπτω. Τώρα, χτες και πάντα, δεν περιμένω ακίνητος τη λύτρωση. Ζω και ενεργώ για τις πανανθρώπινες αξίες κάθε λεπτό. Και ξέρω ότι δεν είμαι μόνος.


Δευτέρα 19 Μαΐου 2008

Ζωή-Θάνατος



Διάβασα την σκέψη μου, με απλή γλώσσα .Σημαντικές οι απόψεις της, για τη δουλεία του θανάτου, σ’ ένα προσχηματικό λόγο πειθούς , με παραστατικό και μεταφορικό τρόπο.

Η αξιωματική της θέση αποδοχής , μιάς συνειρμικής σύνδεσης της χαράς της ζωής, με την αδιάστατη και άγνωστη ουσία αυτής της παρενθετικής υπόθεσης που ονομάζουμε θάνατο, αγγίζει τα όρια μιάς διπολικής διαταραχής που ορίζει την καταθλιπτικότητα του σύγχρονου ανθρώπου.

Δεν ξέρω αν γεννήθηκα, η ακόμα κι αν υπάρχω. Πόσο περισσότερο, αν διανύω ένα αδιευκρίνιστο και θολό ενεργειακό πεδίο που θα με οδηγήσει «κάποτε» ( η λέξη τίθεται συγκυριακά, μια κι χρόνος είναι ακόμη μια αδιευκρίνιστη διάσταση ) σε μια μετατροπή της ενεργειακής μου υπόστασης, που προφανώς, η μετριότητά μου, δεν συναινεί πως είναι θάνατος. Σέβομαι την ανησυχία της σκέψης μου, που περιγράφει γλαφυρότατα το δρόμο της αλλαγής της υπόστασής μου, αλλά διακρίνω μέσα της μια φοβική υποδομή, . Κλασσική, θα έλεγα η φοβία της σκέψης, που διασπείρεται, για να τροφοδοτηθεί η δεξαμενή του φόβου, και ν’ αναστείλει, ό,τι εξελικτικό, καθηλώνοντας τον άνθρωπο σε επί μέρους ενδιαφέροντα, σε συμπόρευση με την άγνοια και την καταλυτική επίδραση των όποιων θρησκειών.

Ζω και υπάρχω, σε αντιδιαστολή με το παραπάνω ερώτημα μου, του αν υπάρχω, ακολουθώντας την συμβατική άποψη για το τι είναι ζωή. Κι αυτό, γιατί είμαι ( αν είμαι ) το απειροελάχιστο στην συμπαντική λειτουργία, αδύναμο στη σκέψη, και ανάξιο να βγει, απ το περίγραμμα του. Ζω λοιπόν, παθιάζομαι, ερωτεύομαι, γράφω, ζωγραφίζω, διαβάζω, αναπνέω, χωρίς οποιοδήποτε φόβο για το επέκεινα. ΖΩ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ , και πάντα ελπίζω για το όμορφο που έρχεται….και χαμογελώ