Παρασκευή 6 Ιουνίου 2008

Σαν το φθινώπορο ξεκίνησε η μέρα


Αργές οι σκέψεις περπατούν, να σκύψουν στην ανακούφιση που μούδωσε, ένα περπάτημα, ένα κοίταγμα των αστεριών, και του μισοκρυμένου φεγαριού, που κλαίει και γελάει. Γύρω μου κανείς. Αριστερά μου, ένα όργιο της άνοιξης. Γρασίδι, δέντρα, μυρωδιές, λουλούδια. Ερωτας της πλάσης. Δεξιά μου η πραγματικότητα. Ο άνθρωπος με τα κτίσματά του. Μιά παιδική χαρά, ζωγραφιά από χέρια ανθρώπινα, με ξεκουράζει. Μα η σκέψη πηγαίνει εκεί που μεγάλωσα. Στη γειτονιά! Στις μυρωδιές της. Στο φούρνο απέναντι, που μοσχομύριζε, στο δημοτικό που εσβυζε η ζωή απέναντι απ το σπίτι μου. Στο πατίνι. Χειροποιήτο με ρόδες απο ρουλεμάν. Στη Φανή, που σάπιζε στοξύλο το γιό της. Αυλές, μυρωδάτες, με λεμονιές, και γκάζι, να μοσχοβουλουν, και να πνίγεσαι απ τη μυρωδιά του γκαζιού. Μιά αυλή με τετράγωνες πλάκες άσπρες και μαύρες. Η κουζίνα! Θεέ μου. Πλυσταριό και κουζίνα μαζί. Μιά σκάφη έμπαινε την κατάλληλη ώρα, και το ψυγείο με πάγο. Κάθε μέρα η φωνή. Πάγος! Πάγος καλός! Απέναντι ο φούρνος! Μοσχομύριζαν τα φαγητά, που έψηνε σε λαμαρίνα! Κι εγώ μικρό παιδί, χάζευα το πέρασμα του κόσμου, κοιτώντας απ' τη γρίλια. Μαζί μου κι η λολότα, το αγαπημένο μου γατί, που κοίταζε κι αυτό από τη γρίλια. Έβλεπα στο πεζοδρόμιο, το κοντινό, μόνο πόδια, ν' αργοσέρνουν το πέρασμά τους. Ήταν υπόγειο εκεί που ζούσα. Δίπλα απ το φούρνο, το σχολειό. Δημοτικό! Και τα παιδιά, με μπλέ ποδιές, αγόρια και κορίτσια, αγόρια κουρεμένα γουλί, άλλα με πηλίκιο, κι άλλα χωρίς. Το κουδούνι χτύπησε! Θ' αρχίσει το μάθημα, μα πρώτα η προσευχή, στο προαύλιο. Τι κρίμα! Θα μου λείψει η παρέα, οι φωνές, Ο κόσμος μου. Δεν είχα παιχνίδια. Που να βρεθούν με τέτοια φτώχεια! Και ξαφνικά, η φωνή της κυρά Μαρίας, της μάνας μου. Τι κάνεις εκεί; Λες κι έκανα κάνα έγκλημα. Κρατούσε μιά βίτσα από κληματαριά. Φόβος και τρόμος! Πάει και η μόνη μου διασκέδαση. Γρήγορα να πιώ το γάλα! Μούφερνε αναγούλα, αλλά η βίτσα καραδοκούσε, να εξηγήσει, στα κοκκαλιάρικα ποδαράκια μου, πως πρέπει να μεγαλώσω!!! Άντε λοιπόν να το πιώ, και μετά να παίξω, με τα μηρμυκάκια της αυλής. Τους σκάρωνα πολλά. Πόσο λυπάμαι τώρα, που πολλά τα σκότωνα, γιατί έτσι είχα μάθει...... Σκύβω και προσκυνώ. Μεγάλη η δόξα σου άνθρωπε!

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Τι όμορφες οι σκέψεις σου πριόνι.
Παιχνίδι... χωρίς παιχνίδια κι όμως! εμείς παίζαμε και το ευχαριστιόμασταν.
Πλυσταριό και κουζίνα μαζι...
Φτώχια...
Αλλά ήμασταν ευτυχισμένη γμτ..δεν ήμασταν;
Και εγώ νοσταλγώ συχνά τα χρόνια εκείνα της ανέχειας, που ήταν όμως γεμάτα ανθρωπιά και ζεστασιά.

Να γράφεις συχνότερα.

Ανώνυμος είπε...

Ξυπόλητη.

Τι μπορώ να πω; Μοιράτηκες μαζί μου, αυτές τις ώρες μου, που μεγάλωνα χωρίς παιχνίδια!
Ναι! Είμαστε ευτυχισμένοι μέσα στη φτώχεια μας. Κι οι άνθρωποι ήταν ζεστοί με ανθρωπιά και καλωσύνη. Τα έχω νοσταλγήσει. Έχω νοσταλγήσει το παίχνίοδι της γρίλιας, τα μυρωδάτα φαγητά της λαμαρίνας. Όχι πως θα τα έτρωγα! Που τέτοια τύχη! Όμως ακόμα η μυρωδιά τους μου σπάει τη μύτη. Και το γκάζι! Κάτι τεράστια μαύρα κουτιά, δίπλα στην πόρτα που μπαίναμε. Μετρητές ήταν. Κι έκανα σενάρια για να χτίσω παιχνίδι μαζί τους. Κι η τουαλέττα, μιά πήλινη λεκάνη μέσα στο μικρό δωματιάκι στην αυλή. Την κλειδώναμε με λουκέτο, μπας και η οικογένεια της κύρα Μάρθας την χρησιμοποιήσει. Ασε δε το μπάνιο!!! Εγώ στη σκάφη. Οι μεγάλοι σ' ενα δωμάτιο στην αυλή, που το λέγαμε πλυσταριό, κατ' όνομα. Στη μέση της αυλής μιά λεμονιά. Μοσχομύριζε! Εποχές! Όμορφες όμως!
Σ'Ευχαριστώ.
Ναι! θα γράφω

marianaonice είπε...

Περιγράφεις μια εποχή που παρότι μικρότερη τη θυμάμαι αχνά ίσως στο τελείωμά της! Η σκάφη, η αυλή, η γειτονιά, η μάνα η αυστηρή, η φτώχεια και η αξιοπρέπεια η περισσή, το ψωμί που μοσχομύριζε, τα παιδιά στην αλάνα, τι μας θύμισες φίλε μας!
Θα συμφωνήσω με την Ξυπόλητη!
Να γράφεις συχνότερα γιατί είναι σαν να ζωγραφίζεις με την πένα όπως και με το πινέλο σου!
Καλό σου βράδυ!

Ανώνυμος είπε...

Mariana,

Ένα περιβόλι χαράς ήταν, κι ας πεινούσαμε, κι ας μ' έδερνε η κυρά Μαρία με τη βίτσα. Απλός ο κόσμος. Κι ο συντηρητισμός του ακόμα, χαριτωμένος, δικαιολογημένος. Η άγνοια! Πιστοί οι φίλοι. Εμπιστευόσουν. Είχα την τύχη να μεγαλώσω σαν παιδί!