Σάββατο 14 Ιουνίου 2008

Δικαίωση


Δεν έχω επιφύλαξη στον κόσμο των ματιών.

Ζω την πραγματικότητα, αλλιώς πως θα ήξερα τα ρήματά της?
Πες το όνειρο, πες το χαρά.

Μα ότι κι αν πεις,

θα έχω την αισιοδοξία να προσπερνώ τα γόρδια,

και να χαράζω το αμόλυντο,

σε σκέψεις αντάξιες της ύπαρξής μου.

Δεν έζησα τα εύκολα.

Προσπέρασα τα εμπόδια και τόκανα όνειρα.

Η γραφή θα μείνει.

Εγώ θα φύγω.

Μα θα υπάρχω στ' άπειρο,

με γενναιότητα κι ελπίδα ότι είδα το καλύτερο.

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2008

Σαν το φθινώπορο ξεκίνησε η μέρα


Αργές οι σκέψεις περπατούν, να σκύψουν στην ανακούφιση που μούδωσε, ένα περπάτημα, ένα κοίταγμα των αστεριών, και του μισοκρυμένου φεγαριού, που κλαίει και γελάει. Γύρω μου κανείς. Αριστερά μου, ένα όργιο της άνοιξης. Γρασίδι, δέντρα, μυρωδιές, λουλούδια. Ερωτας της πλάσης. Δεξιά μου η πραγματικότητα. Ο άνθρωπος με τα κτίσματά του. Μιά παιδική χαρά, ζωγραφιά από χέρια ανθρώπινα, με ξεκουράζει. Μα η σκέψη πηγαίνει εκεί που μεγάλωσα. Στη γειτονιά! Στις μυρωδιές της. Στο φούρνο απέναντι, που μοσχομύριζε, στο δημοτικό που εσβυζε η ζωή απέναντι απ το σπίτι μου. Στο πατίνι. Χειροποιήτο με ρόδες απο ρουλεμάν. Στη Φανή, που σάπιζε στοξύλο το γιό της. Αυλές, μυρωδάτες, με λεμονιές, και γκάζι, να μοσχοβουλουν, και να πνίγεσαι απ τη μυρωδιά του γκαζιού. Μιά αυλή με τετράγωνες πλάκες άσπρες και μαύρες. Η κουζίνα! Θεέ μου. Πλυσταριό και κουζίνα μαζί. Μιά σκάφη έμπαινε την κατάλληλη ώρα, και το ψυγείο με πάγο. Κάθε μέρα η φωνή. Πάγος! Πάγος καλός! Απέναντι ο φούρνος! Μοσχομύριζαν τα φαγητά, που έψηνε σε λαμαρίνα! Κι εγώ μικρό παιδί, χάζευα το πέρασμα του κόσμου, κοιτώντας απ' τη γρίλια. Μαζί μου κι η λολότα, το αγαπημένο μου γατί, που κοίταζε κι αυτό από τη γρίλια. Έβλεπα στο πεζοδρόμιο, το κοντινό, μόνο πόδια, ν' αργοσέρνουν το πέρασμά τους. Ήταν υπόγειο εκεί που ζούσα. Δίπλα απ το φούρνο, το σχολειό. Δημοτικό! Και τα παιδιά, με μπλέ ποδιές, αγόρια και κορίτσια, αγόρια κουρεμένα γουλί, άλλα με πηλίκιο, κι άλλα χωρίς. Το κουδούνι χτύπησε! Θ' αρχίσει το μάθημα, μα πρώτα η προσευχή, στο προαύλιο. Τι κρίμα! Θα μου λείψει η παρέα, οι φωνές, Ο κόσμος μου. Δεν είχα παιχνίδια. Που να βρεθούν με τέτοια φτώχεια! Και ξαφνικά, η φωνή της κυρά Μαρίας, της μάνας μου. Τι κάνεις εκεί; Λες κι έκανα κάνα έγκλημα. Κρατούσε μιά βίτσα από κληματαριά. Φόβος και τρόμος! Πάει και η μόνη μου διασκέδαση. Γρήγορα να πιώ το γάλα! Μούφερνε αναγούλα, αλλά η βίτσα καραδοκούσε, να εξηγήσει, στα κοκκαλιάρικα ποδαράκια μου, πως πρέπει να μεγαλώσω!!! Άντε λοιπόν να το πιώ, και μετά να παίξω, με τα μηρμυκάκια της αυλής. Τους σκάρωνα πολλά. Πόσο λυπάμαι τώρα, που πολλά τα σκότωνα, γιατί έτσι είχα μάθει...... Σκύβω και προσκυνώ. Μεγάλη η δόξα σου άνθρωπε!